απαρηγόρητος

απαρηγόρητος
-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπαρηγόρητος — unconsoled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απαρηγόρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν παρηγοριέται, απαραμύθητος: Ήταν απαρηγόρητη για το θάνατο του παιδιού της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαρηγορήτως — ἀπαρηγόρητος unconsoled adverbial ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρηγόρητον — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem acc sg ἀπαρηγόρητος unconsoled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρηγορήτοις — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρηγορήτου — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρηγορήτων — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρηγορήτῳ — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρηγόρητα — ἀπαρηγόρητος unconsoled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαρηγόρητοι — ἀπαρηγόρητος unconsoled masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”